καταστροφικῶς

καταστροφικῶς
καταστροφικῶς
by way of conclusion
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταστροφικός — ή, ό [καταστροφή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταστροφή. επίρρ... καταστροφικώς και ά (Α καταστροφικώς) νεοελλ. με καταστροφικό τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά αρχ. με τον τρόπο λύσης ενός δραματικού έργου, σαν συμπέρασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”